- οργανοπαίκτης
- και οργανοπαίχτης, οάτομο που παίζει, ιδίως επαγγελματικά, ένα μουσικό όργανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
Φρεσκομπάλντι, Τζιρόλαμο — (Frescobaldi, Φεράρα 1583 – Ρώμη 1643). Ιταλός συνθέτης και οργανοπαίκτης. Το εν διαφέρον για τον μεγάλο αυτό μουσικό εκδηλώθηκε μόλις τελευταία, έτσι ώστε και από την άποψη αυτή η ιδιωτική και καλλιτεχνική ζωή του Φ. να φαίνεται ότι μοιάζουν με… … Dictionary of Greek
γουσλάρος — και γουζλάρος, ο [γούσλα] πλανόδιος οργανοπαίκτης στη Σερβία … Dictionary of Greek
λυράρης — ο [λύρα] οργανοπαίκτης που παίζει λύρα, αλλ. λυρατζής … Dictionary of Greek
μουζικάντης — και μουσικάντης, ο 1. (συν. υποτιμητικά) μουσικός 2. ασήμαντος οργανοπαίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musicante, μτχ. τού musicare «μελοποιώ»] … Dictionary of Greek
ξυλόφωνο — Κρουστό μουσικό όργανο. Συνίσταται από πλήκτρα (ταστιέρα) που σχηματίζονται από μικρές ξύλινες πλάκες που ηχούν κτυπώμενες από δύο μπαγκέτες (ξύλινα ραβδιά) και δίνουν μια σειρά φθόγγων, έκτασης από δύο έως τέσσερις οκτάβες. Αρχικά τοποθετούσαν… … Dictionary of Greek
οργανιστής — και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής) νεοελλ. μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης μσν. αρχ. αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης αρχ. μηχανικός υδραυλικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω*. Ο τ. οργανίστας είναι… … Dictionary of Greek
φύσας — ο, Ν κωμ. 1. αυτός που παίζει φυσαρμόνικα 2. οργανοπαίκτης πνευστών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύσα + κατάλ. ας (πρβλ. χάχ ας)] … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek
Άντερσεν, Χανς Κρίστιαν — (Hans Christian Andersen, Όντενσε 1805 – Κοπεγχάγη 1875). Δανός συγγραφέας. Γόνος φτωχής οικογένειας (o πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του πλύστρα), παιδί συνεσταλμένο και άσχημο, συνήθισε να ζει στη μοναξιά (όπως το Ασχημόπαπο,ένα από… … Dictionary of Greek